- ωτιδίδες
- και δ. γρφ. ωτίδες, οι, Νζωολ. οικογένεια γερανόμορφων πτηνών τού Παλαιού Κόσμου, γνωστών με την κοινή ονομασία αγριόγαλοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. otididae (< ωτίς, -ίδος + κατάλ. -ίδες*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωτίδα — (otis). Γένος πτηνών της οικογένειας των ωτίδων, που ανήκει στην τάξη των γερανόμορφων. Τα πουλιά αυτά ζουν στις παραμεσόγειες χώρες και σε πολλές περιοχές της Ασίας, της Αυστραλίας και της ανατολικής Αφρικής. Το μήκος του σώματός τους φτάνει περ … Dictionary of Greek
ωτίδες — οι, Ν ζωολ. βλ. ωτιδίδες … Dictionary of Greek